- ἀνασκολόπισις
- ἀνασκολόπ-ῐσις, εως, ἡ,A impaling, Sch.A.Pr.7, Eust.1136.54.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀνασκολοπίσει — ἀνασκολόπισις impaling fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀνασκολοπίσεϊ , ἀνασκολόπισις impaling fem dat sg (epic) ἀνασκολόπισις impaling fem dat sg (attic ionic) ἀνασκολοπίζω fix on a pole aor subj act 3rd sg (epic) ἀνασκολοπίζω fix on a pole fut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασκολόπισιν — ἀνασκολόπισις impaling fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανασκολόπιση — η (Α ἀνασκολόπισις) παλούκωμα … Dictionary of Greek
ἀνασκολοπίσεως — ἀνασκολοπίσεω̆ς , ἀνασκολόπισις impaling fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)